κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
κράς — κρά̱ς , κράς head fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτα — κράς head fem acc sg κράς head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτας — κράς head fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρᾶτες — κράς head fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατα — κράς head neut nom pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατι — κράς head neut dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράατος — κράς head neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρῆθεν — κράς head gen sg (epic) κρῆθεν indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοκράς — ἰσοκράς, ό ἡ (Α) ισοκραής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + κρας < θ. κρᾱ τού κεράννυμι* (πρβλ. ευ κράς, νεο κράς)] … Dictionary of Greek
μελικράς — μελικράς, ᾱτος και μελίκρας, ατος, ὁ (Α) αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κρας, ατος (< θ. κρᾱ τού κεράννυμι, πρβλ. κρᾶσις), πρβλ. ευ κράς, νεο κράς] … Dictionary of Greek